- πορτουλάκα
- και πάλ. τ. πορτουλάκη, η, Ν(βοτ)1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες2. φρ. «πορτουλάκη η λαχανηρά» — λόγια ονομασία τού είδους Portulaca oleracea, που απαντά αυτοφυές ή καλλιεργούμενο στην Ελλάδα και είναι γνωστό με τις κοινές ονομασίες αντράκλα και γλιστρίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. portulaca < λατ. portulaca < portula, υποκορ. τού porta, λόγω τού καλύμματος τής κάψας της που ανοίγει σαν πόρτα].
Dictionary of Greek. 2013.